- αντιμέμφομαι
- (Α ἀντιμέμφομαι)κατηγορώ αυτόν που με κατηγορεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιμεμφόμενον — ἀντιμέμφομαι blame in turn pres part mp masc acc sg ἀντιμέμφομαι blame in turn pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεμέμφοντο — ἀντιμέμφομαι blame in turn imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμεμφόμενος — ἀντιμέμφομαι blame in turn pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… … Dictionary of Greek